majesty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
majesty | majesties |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]majesty (en)
- η μεγαλειότητα
- ⮡ His/Her Majesty - η Αυτού/Αυτής Μεγαλειότητα
ενικός | πληθυντικός |
majesty | majesties |
majesty (en)