maldormado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maldormado | maldormadoj |
αιτιατική | maldormadon | maldormadojn |
maldormado (eo)
- το ξαγρύπνι