malice
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η κακία
- ⮡ He did it out of malice.
- Το έκανε από κακία.
- ⮡ She spoke with a lot of malice about me.
- Μίλησε με πολλή κακία για μένα.
- ⮡ What he said was pure malice.
- Αυτό που είπε ήταν καθαρή κακία.
- ⮡ He did it out of malice.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
malice | malices |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]malice (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) η κακία
- ο αστεϊσμός σε βάρος κάποιου
- η πονηριά