malice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
malice | malices |
malice (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) η κακία
- ο αστεϊσμός σε βάρος κάποιου
- η πονηριά