Μετάβαση στο περιεχόμενο

malice

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

malice (en) (μη μετρήσιμο)

  • η κακία
      He did it out of malice.
    Το έκανε από κακία.
      She spoke with a lot of malice about me.
    Μίλησε με πολλή κακία για μένα.
      What he said was pure malice.
    Αυτό που είπε ήταν καθαρή κακία.



      ενικός         πληθυντικός  
malice malices

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

malice (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) η κακία
  2. ο αστεϊσμός σε βάρος κάποιου
  3. η πονηριά

Συγγενικά

[επεξεργασία]