αστεϊσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστεϊσμός οι αστεϊσμοί
      γενική του αστεϊσμού των αστεϊσμών
    αιτιατική τον αστεϊσμό τους αστεϊσμούς
     κλητική αστεϊσμέ αστεϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αστεϊσμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀστεϊσμός (δείγμα πνεύματος) < ἀστεῖος (αναθραμμένος στο άστυ, άνθρωπος πνευματώδης, ευτράπελος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ste.iˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στε‐ϊ‐σμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αστεϊσμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη αστείος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]