malsuperulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsuperulo | malsuperuloj |
αιτιατική | malsuperulon | malsuperulojn |
malsuperulo (eo)