Μετάβαση στο περιεχόμενο

malveillance

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
malveillance < malveillant

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
malveillance malveillances

malveillance (fr) θηλυκό

  1. η δυσμένεια προς κάποιον
     συνώνυμα: agressivité, animosité
  2. η κακοβουλία

Αντώνυμα

[επεξεργασία]