manlaboro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manlaboro | manlaboroj |
αιτιατική | manlaboron | manlaborojn |
manlaboro (eo)
- η χειρωνακτική εργασία