Μετάβαση στο περιεχόμενο

marchandise

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
marchandise marchandises

marchandise (fr) θηλυκό