marinha
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
marinha (pt) θηλυκό
- ακτή, παραλία, μέρος κοντά στη θάλασσα
- το επάγγελμα του ναυτικού
- στόλος
- το ναυτικό (στις ένοπλες δυνάμεις)
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
marinha (pt)