maritime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

maritime (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
maritime maritimes

Επίθετο

[επεξεργασία]

maritime (fr) αρσενικό ή θηλυκό

transport maritime - θαλάσσια μεταφορά