marta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

marta < Mart- + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική marta martaj
αιτιατική martan martajn

marta (eo)

  1. σχετικός με τον Μάρτιο, μαρτιάτικος
    la marta numero de la revuo - το νούμερο του Μαρτίου του περιοδικού