marto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | marto |
αιτιατική | marton |
marto (eo)
- ο Μάρτιος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
marto (io)
- ο Μάρτιος