marécageux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.ʁe.ca.ʒø/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | marécageux | marécageux |
θηλυκό | marécageuse | marécageuses |
marécageux (fr)