mason
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mason (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]mason (eo)
mason (en)
mason (eo)