mast
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mast (en)
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mast (cs) θηλυκό
- η αλοιφή
mast (en)
mast (cs) θηλυκό