measurable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
measurable (en)
- (μαθηματικά) μετρήσιμος
- Π.χ. μετρήσιμος χώρος (measurable space), μετρήσιμο σύνολο (measuable set)
measurable (en)