mechanism
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mechanism | mechanisms |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mechanism (en)
- ο μηχανισμός, ένα σύνολο κινούμενων μερών σε μια μηχανή που εκτελεί μια εργασία
- ⮡ the mechanism of a clock - ο μηχανισμός ενός ρολογιού
- ο μηχανισμός, μια μέθοδος ή ένα σύστημα για την επίτευξη κάτι
- ⮡ There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
- Υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν συστηματικά να βραχυκυκλώσουν τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους.
- ⮡ There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
- ο μηχανισμός, ένα σύστημα μερών σε ένα ζωντανό πράγμα που μαζί εκτελούν μια συγκεκριμένη λειτουργία
- ⮡ a defense mechanism - αμυντικός μηχανισμός
- ⮡ a physiological/biological mechanism - ψυχολογικός/βιολογικός μηχανισμός