mercantilisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mercantilisation | mercantilisations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mercantilisation (fr) θηλυκό
- η υπαγωγή μιας δραστηριότητας σε κερδοσκοπικούς στόχους