merchant navy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
merchant navy | merchant navies |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
merchant navy (en)
- (βρετανικά αγγλικά, ναυτικός όρος) ο εμπορικός στόλος
- ↪ Greece has a very large merchant navy.
- Η Ελλάδα έχει πολύ μεγάλο εμπορικό στόλο.
- ↪ Greece has a very large merchant navy.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- merchant navy στην αγγλική Βικιπαίδεια