Μετάβαση στο περιεχόμενο

mièvre

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mièvre mièvres

Επίθετο

[επεξεργασία]

mièvre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γλυκανάλατος, ανούσιος
  2. χαριτωμένος, ναζιάρικος

Συγγενικά

[επεξεργασία]