Μετάβαση στο περιεχόμενο

microphone

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmaɪkɹəfəʊn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
microphone microphones

microphone (en)

  1. το μικρόφωνο
      The treasurer reported to the journalist about the financial situation through the microphone.
    Ο ταμίας εξέθεσε στον δημοσιογράφό την οικονομική κατάσταση από το μικρόφωνο.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.kʁɔ.fɔn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
microphone microphones

microphone (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]