μικρόφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικρόφωνο | τα | μικρόφωνα |
γενική | του | μικρόφωνου & μικροφώνου |
των | μικρόφωνων & μικροφώνων |
αιτιατική | το | μικρόφωνο | τα | μικρόφωνα |
κλητική | μικρόφωνο | μικρόφωνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρόφωνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικρόφωνο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρόφωνο