mint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mint (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
mint (en)
- που έχει το χρώμα της μέντας
- ολοκαίνουργος, ακυκλοφόρητος
Ρήμα[επεξεργασία]
mint (en)