miriapodo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mi.ɾi.aˈpo.do/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miriapodo | miriapodoj |
αιτιατική | miriapodon | miriapodojn |
miriapodo (eo)