misconceive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας misconceive
γ΄ ενικό ενεστώτα misconceives
αόριστος misconceived
παθητική μετοχή misconceived
ενεργητική μετοχή misconceiving

Ρήμα[επεξεργασία]

misconceive (en)

  • παρανοώ, καταλαβαίνω κάτι με λάθος τρόπο
    My words were misconceived.
    Παρανοήθηκαν τα λόγια μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη misunderstand

Πηγές[επεξεργασία]