Μετάβαση στο περιεχόμενο

mitraillette

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mitraillette mitraillettes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mitraillette (fr) θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]