Μετάβαση στο περιεχόμενο

mitrailleuse

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mitrailleuse mitrailleuses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mitrailleuse (fr) θηλυκό

  1. το μυδραλιοβόλο
  2. το πολυβόλο
  3. η πολυβολήτρια

Συγγενικά

[επεξεργασία]