modal adverb

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
modal adverb modal adverbs

Ετυμολογία [επεξεργασία]

modal adverb < → δείτε τις λέξεις modal και adverb

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

modal adverb (en)