modal adverb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
modal adverb | modal adverbs |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
modal adverb (en)
- (γραμματική) το τροπικό επίρρημα