modality
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]modality (en)
- τροπικότητα, τροπισμός, λειτουργία - χρησιμότητα και εύρος δράσης ή πεδίο εφαρμογής
- το να ακολουθείται κάποιος κανονιστικός φορμαλισμός δράσης ή εφαρμογής
- μουσικός τρόπος, επιλεγμένες συχνότητες, σε πιο πειραματική μουσική μεταβαλλόμενων συχνοτήτων: συχνοτική συνάντηση
- τροπικότητα, τροπισμός, λειτουργία - χρησιμότητα και εύρος δράσης ή πεδίο εφαρμογής