mole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mole (en)
- ελιά (κηλίδα του δέρματος)
- τυφλοπόντικας
- πληροφοριοδότης