τυφλοπόντικας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυφλοπόντικας οι τυφλοπόντικες
      γενική του τυφλοπόντικα των τυφλοπόντικων
    αιτιατική τον τυφλοπόντικα τους τυφλοπόντικες
     κλητική τυφλοπόντικα τυφλοπόντικες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυφλοπόντικας < τυφλ(ός) + -ο- + ποντικ(ός) με μεταπλασμό σε -ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ένας τυφλοπόντικας

τυφλοπόντικας αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]