τυφλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυφλός < αρχαία ελληνική τυφλός
Επίθετο[επεξεργασία]
τυφλός -ή -ό
- που δεν μπορεί να δει, επειδή τα αισθητήρια όργανα της όρασης έχουν υποστεί βλάβη
- που δεν απαιτεί να βλέπει κανείς για να το κάνει σωστά
- τυφλό σύστημα γραφομηχανής
- (μεταφορικά) που δεν είναι σε θέση να κρίνει σωστά επειδή εμφορείται από έντονα συναισθήματα
- τυφλός από θυμό
- που τυφλώνει, στερεί την κρίση
- τυφλό μίσος
- που δεν έχει άνοιγμα
- τυφλός τοίχος (χωρίς παράθυρα)
- που έχει πύλη εισόδου αλλά όχι εξόδου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στα τυφλά: χωρίς κάποιος να βλέπει, μέσα στο σκοτάδι
- στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυφλός
στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυφλός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
τυφλός, -ή, -όν , συγκριτικός : τυφλώτερος, υπερθετικός : τυφλώτατος
- τυφλός
- Τυφλὸς τὰ τ' ὦτα τὸν τε νοῦν τὰ τ' ὄμματ' εἶ
τυφλός στ᾽ αυτιά, στο νου, στα μάτια σου είσαι (Μετάφραση, 1936: Φώτος Πολίτης)- 428 π.Κ.Ε.. Σοφοκλής. Οιδίπους Τύραννος, στ.371. (3 μεταφράσεις @greek-language.gr ανεύρεση:2018.09.07.)
- Τυφλὸς τὰ τ' ὦτα τὸν τε νοῦν τὰ τ' ὄμματ' εἶ
Κλίση[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | τυφλός | τυφλή | τυφλόν | τυφλοί | τυφλαί | τυφλά |
Γενική | τυφλοῦ | τυφλῆς | τυφλοῦ | τυφλῶν | τυφλῶν | τυφλῶν |
Δοτική | τυφλῷ | τυφλῇ | τυφλῷ | τυφλοῖς | τυφλαῖς | τυφλοῖς |
Αιτιατική | τυφλόν | τυφλήν | τυφλόν | τυφλούς | τυφλάς | τυφλά |
Κλητική | τυφλέ | τυφλή | τυφλόν | τυφλοί | τυφλαί | τυφλά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | τυφλώ | τυφλά | ||||
Γενική-Δοτική | τυφλοῖν | τυφλαῖν |