τυφλοσούρτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ti.floˈsuɾ.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐φλο‐σούρ‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυφλοσούρτης αρσενικό
- οδηγός / βοήθημα με πρακτικές λύσεις, βήμα προς βήμα, που απευθύνεται σε ερασιτέχνες ή άπειρους
- ※ Ήθελαν να γράψουν σε δεσπότη, σε ηγεμόνα, σε δάσκαλο, σε έμπορο: Άνοιγαν τον τυφλοσούρτη τους κι εύρισκαν έτοιμο το γράμμα. Το αντιγράφανε ή το τροποποιούσαν λίγο σύμφωνα με τη δική τους περίπτωση και το ‘στελναν (books.google Γεώργιος Βαλέτας (1982) Της Ρωμιοσύνης. Κριτική. Μελετήματα. σελ.395.
- ≈ συνώνυμα: τσελεμεντές
- (οικείο, μειωτικό) σχολικό βοήθημα με έτοιμες τις απαντήσεις στα προβλήματα των σχολικών βιβλίων, χωρίς όμως να τον βοηθά να αναπτύξει κριτική σκέψη
- (συνεκδοχικά) υποτιμητικός χαρακτηρισμός για οποιοδήποτε οδηγό που ακολουθεί κανείς «στα τυφλά», χωρίς να εξασκήσει την κρίση του
- (σπάνιο, παλαιότερο) ονομασία για το λαούτο, στην παραδοσιακή ελληνική μουσική, γιατί βοηθούσε το όργανο το οποίο συνόδευε (βιολί ή κλαρίνο) να μη χάσει το ρυθμό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυφλοσούρτης
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τυφλοσούρτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τυφλο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)