αόμματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αόμματος | η | αόμματη | το | αόμματο |
γενική | του | αόμματου | της | αόμματης | του | αόμματου |
αιτιατική | τον | αόμματο | την | αόμματη | το | αόμματο |
κλητική | αόμματε | αόμματη | αόμματο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αόμματοι | οι | αόμματες | τα | αόμματα |
γενική | των | αόμματων | των | αόμματων | των | αόμματων |
αιτιατική | τους | αόμματους | τις | αόμματες | τα | αόμματα |
κλητική | αόμματοι | αόμματες | αόμματα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αόμματος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀόμματος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈo.ma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐όμ‐μα‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αόμματος, -η, -ο
- αυτός που δεν έχει μάτια
- ※ 1956 Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, Τόμος Α'
- Πολλές φορές ὁ Ρούσης συνήθιζε, ὅταν συνομιλοῦσε, νά κλείνει τά μάτια. Τότε μόνον μποροῦσες νά καταλάβεις τήν ὑψίστη ἐκφραστική τους ἔξαρση, βλέποντας τό πόσο ἐκφραστική ἦταν ἡ ἀόμματη μορφή.
- ※ 1956 Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, Τόμος Α'
- αυτός που δεν μπορεί να δει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αόμματος
→ δείτε τη λέξη τυφλός |
Πηγές[επεξεργασία]
- αόμματος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)