aveugle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aveugle | aveugles |
aveugle (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aveugle | aveugles |
aveugle (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο τυφλός