moneta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moneta (ia)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
moneta < λατινική επίθετο της ρωμαϊκής θεάς Giunone

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
moneta monete

moneta (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moneta (la)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moneta (lt)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moneta (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]