Μετάβαση στο περιεχόμενο

monochrome

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

monochrome (en)

      ενικός         πληθυντικός  
monochrome monochromes

Επίθετο

[επεξεργασία]

monochrome (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

monochrome (es)