μονόχρωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόχρωμος < αρχαία ελληνική μονόχρωμος < μόνος + χρῶμα
Επίθετο[επεξεργασία]
μονόχρωμος
[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόχρωμος