Μετάβαση στο περιεχόμενο

monture

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
monture montures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monture (fr) θηλυκό

  1. άλογο
  2. σκελετός γυαλιών