moqueur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | moqueur | moqueurs |
θηλυκό | moqueuse | moqueuses |
moqueur (fr)
- αυτός που κοροϊδεύει
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | moqueur | moqueurs |
θηλυκό | moqueuse | moqueuses |
moqueur (fr)