morasse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
morasse | morasses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]morasse (fr) θηλυκό
- (τυπογραφία) (παρωχημένο) τελικό δοκίμιο μιας εφημερίδας, πριν την εκτύπωση