morasse
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
morasse | morasses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]morasse (fr) θηλυκό
- (τυπογραφία) (παρωχημένο) τελικό δοκίμιο μιας εφημερίδας, πριν την εκτύπωση
ενικός | πληθυντικός |
morasse | morasses |
morasse (fr) θηλυκό