Μετάβαση στο περιεχόμενο

mosquito

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mosquito mosquitos / mosquitoes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mosquito (en)

  • (έντομο) το κουνούπι
      The mosquito made a few circles and landed on her arm.
    Το κουνούπι έκανε μερικούς κύκλους και προσγειώθηκε στο μπράτσο της.