moto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
moto | motos |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
moto (fr) θηλυκό
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
moto < αποκοπή του motocicletta
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
moto (it)
- η κίνηση
- (μέσο μεταφορών) η μοτοσυκλέτα
Σουαχίλι (sw)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
moto (sw)