motorisé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | motorisé | motorisés |
θηλυκό | motorisée | motorisées |
Επίθετο[επεξεργασία]
motorisé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | motorisé | motorisés |
θηλυκό | motorisée | motorisées |
motorisé (fr)