μηχανοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηχανοποιημένος η μηχανοποιημένη το μηχανοποιημένο
      γενική του μηχανοποιημένου της μηχανοποιημένης του μηχανοποιημένου
    αιτιατική τον μηχανοποιημένο τη μηχανοποιημένη το μηχανοποιημένο
     κλητική μηχανοποιημένε μηχανοποιημένη μηχανοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηχανοποιημένοι οι μηχανοποιημένες τα μηχανοποιημένα
      γενική των μηχανοποιημένων των μηχανοποιημένων των μηχανοποιημένων
    αιτιατική τους μηχανοποιημένους τις μηχανοποιημένες τα μηχανοποιημένα
     κλητική μηχανοποιημένοι μηχανοποιημένες μηχανοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηχανοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μηχανοποιώ

Μετοχή[επεξεργασία]

μηχανοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]