Μετάβαση στο περιεχόμενο

moustache

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
moustache moustaches

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moustache (en)



      ενικός         πληθυντικός  
moustache moustaches

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moustache (fr) θηλυκό