moustache
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
moustache (en) και mustache (ΗΠΑ)
- το μουστάκι
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
moustache | moustaches |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
moustache (fr) θηλυκό
- το μουστάκι