Μετάβαση στο περιεχόμενο

moustiquaire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
moustiquaire moustiquaires

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moustiquaire (fr) θηλυκό

  1. η κουνουπιέρα
  2. η σήτα, η σίτα