σήτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σήτα | οι | σήτες |
γενική | της | σήτας | των | σητών |
αιτιατική | τη | σήτα | τις | σήτες |
κλητική | σήτα | σήτες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σήτα < (…) < αρχαία ελληνική σήθω (κοσκινίζω) (Πιθανολογείται επίσης: < σλαβική sito (κόσκινο) < πρωτοσλαβική *sito (κόσκινο) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₁i-tó(d). Στην περίπτωση αυτή θα γραφόταν με -ι-: *σίτα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σήτα θηλυκό
- κατασκευή με λεπτό πλέγμα, που χρησιμοποιείται για το κοσκίνισμα (αλευριού, χώματος κ.ά.)
- κατασκευή με λεπτό πλέγμα, που τοποθετείται σε πόρτες και παράθυρα και χρησιμοποιείται για την προστασία ενός χώρου από έντομα ή διάφορα ζώα