σουρωτήρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουρωτήρι < σουρώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουρωτήρι ουδέτερο
- τρυπητό μαγειρικό σκεύος με δικτυωτή βάση, που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα φαγητού ή άλλου παρασκευάσματος ή την κατακράτηση των φύλλων αφεψήματος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουρωτήρι