δικτυωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικτυωτός < ελληνιστική κοινή δικτυωτός < δικτυόομαι < αρχαία ελληνική δίκτυον
Επίθετο
[επεξεργασία]δικτυωτός, -ή, -ό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δικτυωτός
|